- θεωρητόν
- θεωρητόςthat may be seenmasc acc sgθεωρητόςthat may be seenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωρητός — θεωρητός, ή, όν (Α) [θεωρώ] 1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς 2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση 3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия